Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

Παγκόσμια ημέρα της εκπαίδευσης

 



Η σημερινή ημέρα, η 24η Ιανουαρίου, ορίστηκε από τον ΟΗΕ στις 3 Δεκεμβρίου 2018 ως η ημέρα της εκπαίδευσης. Ήδη από το 1966 με το Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα που υπογράφηκε στη Νέα Υόρκη από τα Ηνωμένη Έθνη παρατηρούμε ότι δίνεται ιδιαίτερη σημασία σε ζητήματα εκπαίδευσης. Στο άρθρο 13 παράγραφο 1 του εν λόγω συμφώνου διαβάζουμε «Τα συμβαλλόμενα Κράτη αναγνωρίζουν το δικαίωμα μορφώσεως κάθε προσώπου. Συμφωνούν ότι η μόρφωση πρέπει να αποβλέπει στην πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και του αισθήματος της αξιοπρέπειάς της και να ενισχύει το σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Συμφωνούν ακόμη ότι η μόρφωση πρέπει να καθιστά κάθε πρόσωπο ικανό να διαδραματίσει ένα χρήσιμο ρόλο σε μια ελεύθερη κοινωνία, να ευνοεί την κατανόηση, την ανοχή και φιλία μεταξύ όλων των εθνών και όλων των φυλετικών ομάδων, των εθνικών ή θρησκευτικών και να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της δραστηριότητας των Ηνωμένων Εθνών για τη διατήρηση της ειρήνης».[1] Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ΟΗΕ αναγνωρίζει την ιδιαίτερη σημασία της εκπαίδευσης και για την προσωπική ανάπτυξη των ανθρώπων, αλλά και για την κοινωνική πρόοδο και συνοχή.

Προσεγγίζοντας με πιο αναλυτική διάθεση τη διατύπωση του άρθρου, παρατηρούμε ότι ο ΟΗΕ κάνει μία άρρητη διάκριση ανάμεσα σε τρεις διαφορετικές έννοιες: της παιδείας, της κατάρτισης και της εκπαίδευσης. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε, λοιπόν, ως εξής τις έννοιες αυτές. Πρώτον, η έννοια της παιδείας περιλαμβάνει την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την γενική καλλιέργεια και την αγωγή του ανθρώπου. Δεύτερον, η έννοια της κατάρτισης σχετίζεται με μία πιο τεχνοκρατική προσέγγιση της εκπαίδευσης και περιλαμβάνει τις δεξιότητες και τις γνώσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν, ώστε να προσποριστεί κάποιος οικονομικό όφελος. Δηλαδή, αφορά κυρίως σε επαγγελματικές δεξιότητες, οι οποίες συμβάλλουν στην ατομική και κοινωνική ανάπτυξη μέσα από την παραγωγή και τη δημιουργία αγαθών και υπηρεσιών. Από την άλλη, η έννοια της εκπαίδευσης είναι πιο ευρεία. Μπορεί να περιλαμβάνει και την παιδεία και την κατάρτιση, αλλά και αυτό που ορίζουμε ως μόρφωση του ανθρώπου, δηλαδή τη γνωστική του ανάπτυξη, αλλά και τη συναισθηματική καλλιέργεια και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων.

Παρότι στο λεγόμενο Δυτικό Κόσμο έχουν κατακτηθεί και οι τρεις παραπάνω έννοιες, υπάρχουν κράτη εκτός του Δυτικού Κόσμου, όπου η κοινωνική αδικία και ανισότητα διαιωνίζεται λόγω της απουσίας θεσμικά κατοχυρωμένης εκπαίδευσης. Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF,[2] το ένα τρίτο των παιδιών στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν πηγαίνει στο σχολείο, επειδή δουλεύει. Παράλληλα, αυτή η θλιβερή κατάσταση φαίνεται ότι επηρεάζει περισσότερο τα κορίτσια, αφού οι οικογένειες στις αναπτυσσόμενες χώρες, αν αποκτήσουν τη δυνατότητα να επενδύσουν στην εκπαίδευση, προωθούν τα αγόρια.[3]

Η ημέρα της εκπαίδευσης, λοιπόν, είναι μία ευκαιρία να γνωστοποιηθεί η ανισότητα που δημιουργεί η απουσία της και να στοχαστούμε όλοι τη σημασία που έχει για την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη. Επίσης, είναι μια ευκαιρία να προβληματιστούμε σχετικά με το τι είδους εκπαίδευση θέλουμε να έχουμε. Όπως αναφέρουμε και παραπάνω, η εκπαίδευση και οι διαφορετικές εκδοχές της έχουν κατακτηθεί στο Δυτικό Κόσμο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί τρόποι οργάνωσης της εκπαίδευσης, αλλά και πολλές διαφορετικές πολιτικές για την εκπαίδευση. Εκφράζοντας μία προσωπική κρίση για τη χώρα μας ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, θα έλεγα ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια για αλλαγή προσέγγισης στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Παλιότερα, το σχολείο φαινόταν να έχει ένα ρόλο πιο συντηρητικό και γνωσιοκεντρικό. Πρώτα απ’ όλα, όσον αφορά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση ήταν επιφορτισμένο με την αγωγή των μαθητών και τη μετάδοση βασικών εγκυκλοπαιδικών γνώσεων και της κυρίαρχης κουλτούρας. Περίπου τον ίδιο ρόλο φαίνεται ότι επιτελούσε το σχολείο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση προσπαθώντας να κοινωνικοποιήσει τους μαθητές με συγκεκριμένους τρόπους, ενσταλάζοντας αξίες της κυρίαρχης κουλτούρας μέσα από συγκεκριμένα μαθήματα και μεταδίδοντας έναν όγκο πληροφοριών.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια λόγω των κοινωνικών αλλαγών, της παγκοσμιοποίησης και της μετατροπής των κοινωνιών σε πολυπολιτισμικές συντελείται μία στροφή από αυτό το σχετικά συντηρητικό μοντέλο σε ένα πιο σύγχρονο. Συγκεκριμένα, η αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών, οι ανανεωμένοι στόχοι των μαθημάτων, οι οδηγίες διδασκαλίας και οι νέες δραστηριότητες που εντάχθηκαν στο σχολικό πρόγραμμα, όπως το μάθημα της ερευνητικής εργασίας (πρότζεκτ) δίνουν μία νέα πνοή στην εκπαίδευση και την εκσυγχρονίζουν αντιμετωπίζοντας το μαθητή ως ένα δρων υποκείμενο και όχι απλά ως δέκτη γνώσης και πληροφόρησης. Η αρχή για αυτή την αλλαγή είχε γίνει θεσμικά ήδη από το 2003 (ΦΕΚ 303/2003) με έναν νόμο για την εκπαίδευση που όριζε καινούρια, διαθεματικά προγράμματα σπουδών (ΔΕΠΠΣ – ΑΠΣ), δίνοντας έμφαση στην ολόπλευρη ανάπτυξη των μαθητών. Από εκεί που το σχολείο όριζε τα μαθήματα ως διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα που πληροφορούν τους μαθητές, τα μαθήματα επιτέλους αρχίζουν να γίνονται η αφετηρία για την ανάπτυξη των διαφορετικών δεξιοτήτων των μαθητών χωρίς να περιοριζόμαστε στην γνωστική ανάπτυξη και χωρίς να οριοθετούμε αυστηρά το περιεχόμενο καθενός από αυτά.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι τα μαθήματα δεν αντιμετωπίζονται αυστηρά ως γνωστικά αντικείμενα με ακαδημαϊκό περιεχόμενο, αλλά ως έναυσμα για κινητοποίηση των μαθητών. Η έννοια της διδακτικής μετάθεσης διαφωτίζει καλύτερα αυτή την αλλαγή προσέγγισης. Ουσιαστικά ως διδακτική μετάθεση ορίζεται η αλλαγή που υφίσταται το γνωστικό αντικείμενο, ώστε να γίνει γνώση πρόσφορη για επεξεργασία από το μαθητή. Το σχολείο, λοιπόν, δεν μπορεί να έχει σκοπό να καταστήσει τους μαθητές επιστήμονες ειδικευμένους σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα (αυτός είναι ρόλος των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων). Όταν διδάσκουμε, για παράδειγμα, Ιστορία στους μαθητές ποιοι είναι οι στόχοι μας και πώς πρέπει να το κάνουμε; Απαντώντας σε αυτό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχολείο αναλαμβάνει πρωτίστως να καλλιεργήσει στους μαθητές την κριτική ικανότητα μέσα από το μάθημα της Ιστορίας και, παράλληλα, να βοηθήσει τους μαθητές να οικοδομήσουν ιστορική γνώση. Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται, λοιπόν, η Ιστορία είναι ως ένα εργαλείο και όχι ως αυτοσκοπός. Σαφώς και οι μαθητές θα μάθουν όσα χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος σχετικά με ιστορικά γεγονότα. Ωστόσο, πρώτα και κύρια τα μαθήματα του σχολείου δεν αποτελούν ακαδημαϊκά αντικείμενα, αλλά εργαλεία για την επίτευξη στόχων.

Αυτή η τάση είναι σύμφωνη προς τις σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες. Θα αναφέρω ενδεικτικά μία εξ αυτών. Σύμφωνα με τη θεωρία των πολλαπλών τύπων νοημοσύνης του Χ. Γκάρντνερ όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν ένα σύνολο διαφορετικών δεξιοτήτων που σχετίζονται με διαφορετικούς τύπους νοημοσύνης. Απλά ο καθενάς από εμάς έχει ανεπτυγμένες σε διαφορετικό βαθμό τις δεξιότητες που προκύπτουν από τον κάθε τύπο νοημοσύνης. Για παράδειγμα, υπάρχει η λογικομαθηματική νοημοσύνη που συνδέεται με τη λογική ικανότητα και την ικανότητα υπολογισμών και συσχετίσεων. Επίσης, υπάρχει η χωροταξική νοημοσύνη που συνδέεται με την καλή αντίληψη και αξιοποίηση του σώματος και του χώρου, η συναισθηματική νοημοσύνη, που συνδέεται με την ικανότητα να κατανοεί κανείς τα συναισθήματα, η διαπροσωπική νοημοσύνη, που συνδέεται με τις επικοινωνιακές ικανότητες κλπ.

Επομένως, διαπιστώνουμε ότι η εκπαίδευση σήμερα αξιοποιώντας τα διδάγματα της σύγχρονης Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας προσπαθεί να δώσει την ευκαιρία στους μαθητές να αναπτύξουν όσες περισσότερες πτυχές του εαυτού τους είναι δυνατόν. Κάτι τέτοιο δεν ωφελεί μόνο τους μαθητές που μπορούν με αυτόν τον τρόπο να αναπτύξουν ελεύθερα τα ταλέντα και τις κλίσεις τους, αλλά και τους εκπαιδευτικούς, που το έργο τους γίνεται πιο δημιουργικό. Οι εκπαιδευτικοί έχουν την ευκαιρία για μια πολύ πιο ουσιαστική αλληλεπίδραση με τους μαθητές, κάτι που συμβάλλει και στη δική τους ανάπτυξη της προσωπικότητας. Από απλοί αγγελιαφόροι πληροφοριών, γίνονται συνεργάτες των μαθητών και συνταξιδιώτες τους στο ταξίδι της γνώσης και της ανακάλυψης του εαυτού τους. Τέλος, είναι κάτι το οποίο ευνοεί το σύνολο της κοινωνίας, αφού με αυτόν τον τρόπο διαμορφώνονται προσωπικότητες πολύ πιο ισορροπημένες και ελεύθερες, που μπορούν να συμβάλλουν πολλαπλώς στο κοινωνικό καλό και, κυρίως, μέσω της εργασίας τους, η οποία είναι πιο πιθανό να συνδυαστεί με τις πραγματικές κλίσεις τους, αφού το σχολείο δίνει ευκαιρίες για εκδήλωση των τελευταίων μέσα από τη νέα παιδαγωγική προσέγγιση.

 

Φωτεινή Κατσίβα,

φιλόλογος



[1] https://unric.org/el/%ce%b4%ce%b9%ce%b5%ce%b8%ce%bd%ce%ad%cf%82-%cf%83%cf%8d%ce%bc%cf%86%cf%89%ce%bd%ce%bf-%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%b1-%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ac-%ce%ba%ce%bf%ce%b9-2/

[2] https://www.tanea.gr/2016/11/14/world/unicef-to-ena-trito-twn-paidiwn-stis-anaptyssomenes-xwres-den-paei-sxoleio/

[3] https://www.zougla.gr/kosmos/article/i-oloklirosi-tis-defterova8mias-ekpedefsis-apo-ola-ta-koritsia-8a-apefere-disekat-stis-anaptisomenes-xores

Προβληματισμοί για την εκπαίδευση και τη διδασκαλία στο σημερινό σχολείο

  Κατά κοινή ομολογία το σχολείο σήμερα δεν είναι σε θέση να παράσχει τα κατάλληλα ερεθίσματα στους μαθητές, ώστε να τους οδηγήσει στο να αι...