Τέτοια είναι η περίπτωση της σύγχυσης του ρήματος "γλείφω" με το "γλύφω", το οποίο per se δεν υφίσταται στα νέα ελληνικά, αλλά η ορθογραφία του είναι χρήσιμη για τις ετυμολογικά συγγενείς λέξεις που χρησιμοποιούμε σήμερα (π.χ. γλύπτης, τοκογλύφος κλπ).
Η λέξη "γλείφω" σημαίνει, σύμφωνα με τον ορισμό του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής Τριανταφυλλίδη, "διατρέχω μια επιφάνεια με την άκρη της γλώσσας μου" π.χ. Γλείφω το παγωτό μου.
Με αυτή τη λέξη συνδέεται το γλειφιτζούρι, ο όχι και τόσο κολακευτικός χαρακτηρισμός "γλείφτης" κ.α.
Αντίθετα, η λέξη "γλύφω" δεν χρησιμοποιείται στα νέα ελληνικά. Η λέξη αυτή στα αρχαία ελληνικά σήμαινε σκαλίζω. Με αυτό το ρήμα συνδέονται ετυμολογικά κάποιες από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε στη νέα ελληνική, όπως η λέξη γλύπτης, που δηλώνει τον καλλιτέχνη που ασχολείται με το σκάλισμα σκληρών επιφανειών, όπως το μάρμαρο, για τη δημιουργία ενός έργου τέχνης.
Ετυμολογικά συγγενείς λέξεις είναι η γλυπτική, το γλυπτό, ο γλύπτης, ο τοκογλύφος (αυτός που χαράζει του τόκους σε κέρινες πινακίδες ή γενικά σε επιφάνειες προκειμένου να μην χαθεί ο λογαριασμός) κ.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου