«κτῆμά τε ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται»
Θουκ. Ιστ. 1.22.4
«καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ
χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα
καὶ τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται
αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται»
Θουκ. Ιστ. 3.82.2
Ένα από τα
επίκαιρα θέματα λόγω της πανδημίας είναι και ο λοιμός των Αθηνών. Πηγή πληροφόρησης
για αυτήν την επιδημία, που χτύπησε την Αθήνα το 430 π.Χ. και αργότερα το 427
π.Χ, είναι ο Θουκυδίδης. Στο δεύτερο βιβλίο των «Ἱστοριῶν» - και συγκεκριμένα
στις παραγράφους 47 έως και 54 – περιγράφονται με ιδιαίτερη ενάργεια τα
συμπτώματα της ασθενείας, η πορεία της και οι ηθικές και κοινωνικές συνέπειες
που είχε για την Αθήνα.
Ο Θουκυδίδης
θεωρείται ως ο πρώτος πραγματικός ιστορικός, ως αυτός που συστηματοποίησε την
ιστορική έρευνα και συγγραφή. Εκτός, όμως, από εισηγητής της επιστημονικής
μεθόδου για την καταγραφή της ιστορίας ο Θουκυδίδης ήταν και φιλόσοφος.
Ενέκυπτε στα γεγονότα και με κριτική ματιά προσπαθούσε να βγάλει συμπεράσματα
για την ανθρώπινη ιστορία και φύση. Κύριος σκοπός του, όπως αυτός τον εξέφρασε,
ήταν να καταστεί το έργο του ένα αιώνιο απόκτημα, ένα κείμενο διαχρονικό που θα
αποκτούσε νόημα σε κάθε ιστορική φάση και δεν θα αποτελούσε απλά μια στείρα
καταγραφή γεγονότων του παρελθόντος, ένα παραμύθι. Πίσω από την πολεμική
σύρραξη Αθήνας-Σπάρτης, του εξαντλητικού για τον ελληνικό κόσμο Πελοποννησιακού
Πολέμου, βλέπει την ανθρώπινη φύση, η οποία, στο μέτρο που δεν αλλάζει, θα
συνεχίσει να προξενεί τέτοιου είδους συγκρούσεις και καταστροφές, άλλοτε
σημαντικότερες και άλλοτε ήσσονος σημασίας, ανάλογα με τις συνθήκες που
επικρατούν κάθε φορά με τρόπο τυχαίο.
Η πίστη του πως η
απληστία και η ανάγκη για κυριαρχία είναι στοιχεία του ανθρώπου που δεν
εκλείπουν, αποτελώντας το κίνητρο για τη διεξαγωγή πολέμων, οδήγησαν στον
χαρακτηρισμό του ως πατέρα του πολιτικού ρεαλισμού. Ο Θουκυδίδης φαίνεται ότι
επιθυμεί μέσα από το έργο του να αποκαλύψει σταθερούς νόμους της ιστορίας. Η
Αθήνα με τις επεκτατικές και κυριαρχικές τάσεις της αποτελεί ένα παράδειγμα
εκδήλωσης της άπληστης ανθρώπινης φύσης. Τα γεγονότα επαναλαμβάνονται με
διαφορετικό κάθε φορά τρόπο, αφού ο παράγοντας της τύχης αλλάζει τις συνθήκες.
Όμως, πάντα υπάρχουν κάποιοι σταθεροί δείκτες, κάποια δεδομένα που μας
προδίδουν την εξέλιξη που θα έχουν οι καταστάσεις, αν δεν παρέμβουμε, για να
τις αλλάξουμε προς το καλύτερο. Γι’ αυτό πιστεύει ότι το έργο του είναι
σημαντικό. Γιατί παρουσιάζει την ιστορία ως ένα εργαλείο που μας εφοδιάζει με
την απαραίτητη γνώση, ώστε να γνωρίζουμε τους σταθερούς νόμους της ιστορίας και
τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου.
Επιστρέφοντας στο
θέμα που μας απασχολεί, οι σκοποί για τους οποίους ο Θουκυδίδης καταπιάνεται με
την καταγραφή του λοιμού αναφέρονται ρητά. Διαβάζουμε: «Εγώ θα πω τα πράγματα
ακριβώς όπως έγιναν, και αν κάποιος τα μελετήσει, αν κάποτε ξαναχτυπήσει την
ανθρωπότητα αυτή η ασθένεια, θα μπορεί καλύτερα να βγάζει συμπεράσματα και να
κάνει διάγνωσή της, καθώς θα έχει κάποια πληροφόρηση. Αυτά θα τα καταγράψω
έχοντας ο ίδιος νοσήσει και έχοντας δει άλλους να αρρωσταίνουν» (ἐγὼ δὲ οἷόν
τε ἐγίγνετο λέξω, καὶ ἀφ’ ὧν ἄν τις σκοπῶν, εἴ ποτε καὶ αὖθις ἐπιπέσοι, μάλιστ’
ἂν ἔχοι τι προειδὼς μὴ ἀγνοεῖν, ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους
πάσχοντας, Θουκ. Ιστ. 2.48.3). Ωστόσο, κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η
περιγραφή της νόσου από τον ιστορικό δεν αποσκοπούσε στην μελλοντική αναγνώριση
της ασθένειας σε περίπτωση επανεμφάνισής της, όπως ο ίδιος διατείνεται.
Αντίθετα, πιστεύουν ότι η περιγραφή του λοιμού στοχεύει στη χρήση του ιστορικού
γεγονότος ως μια μικρογραφία του πολέμου, ένα παράδειγμα της πορείας και των
συνεπειών του.
Αυτήν τη θεωρία
ενισχύει η αναφορά στο λοιμό στο πρώτο βιβλίο (Θουκ. Ιστ. 1.23.3), όπου αυτός
και άλλες φυσικές καταστροφές, όπως σεισμοί, εκλείψεις ηλίου, ξηρασίες και
λιμοί, συσχετίζονται με τον πόλεμο. Αυτό επαναλαμβάνεται και στο τέλος της
παραγράφου 54 του δεύτερου βιβλίου, πράγμα το οποίο φανερώνει τη σημασία που
θέλει να αποδώσει στην σύμπτωση των δύο γεγονότων (ἐσβεβληκότων δὲ τῶν
Πελοποννησίων ἡ νόσος ἤρξατο εὐθύς, Θουκ. Ιστ. 2.54.5). Μάλιστα ο Woodman έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι ο
λοιμός ήταν μία φανταστική κατασκευή του Θουκυδίδη. Παρότι κάτι τέτοιο δεν
φαίνεται να είναι πιθανό, προξενεί εντύπωση η επιμονή στην περιγραφή του λοιμού
και η αφιέρωση 8 παραγράφων σε αυτόν. Σίγουρα ο λοιμός ήταν ένα απρόσμενο και
καθοριστικό γεγονός για την εξέλιξη του σημαντικού αυτού πολέμου. Ωστόσο, ο
ιστορικός περιγράφει με ιδιαίτερη παραστατικότητα, όχι μόνο το λοιμό, τα
συμπτώματά του και την εξάντληση των Αθηναίων, αλλά και την ηθική κατάπτωση και
την κοινωνική διάλυση που αυτός επέφερε. ‘Ισως, λοιπόν, ο λοιμός να αποτελεί
μία νύξη για την ηθική εξαθλίωση και την φυσική καταστροφή που προκαλεί ο
πόλεμος.
Τι ήταν, όμως,
αυτός ο λοιμός; Η νόσος ξεκίνησε από την Αιθιοπία. Ύστερα εξαπλώθηκε στην
Αίγυπτο και την Περσία και αργότερα έφτασε και στην αττική γη. Πρώτα
εμφανίστηκε στον Πειραιά, πράγμα που έκανε τους Αθηναίους να φημολογούν ότι
ίσως οι Σπαρτιάτες είχαν δηλητηριάσει τις δεξαμενές νερού της πόλης. Δεν πρέπει
να ξεχνάει κανείς ότι κατά το έτος εμφάνισης της νόσου, το 430 π.Χ., είχε μόλις
ξεκινήσει η πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Αρχιδάμειος Πόλεμος. Κατά
τη διάρκειά του οι Σπαρτιάτες με αρχηγό τον Αρχίδαμο είχαν κατακτήσει αρκετά
μεγάλο μέρος της αττικής γης με συνεχείς επιθέσεις και λεηλασίες. Οι Αθηναίοι,
για να αποφύγουν τη σύγκρουση με τις δυνάμεις των Σπαρτιατών στην ξηρά, καθώς η
υπεροχή των δεύτερων ήταν σαφής, είχαν οχυρωθεί μέσα στα Μακρά Τείχη. Αυτό
δημιούργησε συνωστισμό και υπερπληθυσμό μέσα από τα τείχη, δηλαδή συνθήκες
ιδανικές για την εξάπλωση μιας επιδημίας. Πράγματι, από τον Πειραιά και μέσω
των Μακρών Τειχών η νόσος έφτασε και στην Αθήνα και εξαπλώθηκε ταχύτατα υπό
αυτές τις συνθήκες.
Σύμφωνα με το
Θουκυδίδη, αρχικά η νόσος προκαλούσε ισχυρό πονοκέφαλο και υψηλό πυρετό.
Παράλληλα, ο φάρυγγας και η γλώσσα φλεγμαίνονταν και η αναπνοή του νοσούντος
γινόταν δύσοσμη και βαριά. Στη συνέχεια, ο ασθενής είχε βραχνάδα και φτάρνισμα
και έπειτα ο πόνος κατέβαινε στο στήθος προκαλώντας βήχα. Ακολούθως, η νόσος
επηρέαζε το στομάχι και επέφερε ναυτία και εμετό. Κάποιες φορές η έντονη ναυτία
οδηγούσε σε τάση προς κένωση του στομάχου, η οποία, ωστόσο, δεν επερχόταν
τελικά ποτέ. Η εξωτερική όψη του ασθενούς δεν πρόδιδε τη νόσο, με εξαίρεση
περιπτώσεις όπου εμφανίζονταν εξανθήματα. Η πιο παραστατική εικόνα που μας
αποδίδεται από το Θουκυδίδη σχετικά με την εκδήλωση της νόσου είναι η ακόλουθη.
Λόγω της εσωτερικής φλεγμονής οι άνθρωποι ένιωθαν έντονο κάψιμο με αποτέλεσμα
να μην ανέχονται κανενός είδους ένδυμα. Μάλιστα, αναφέρει πως κυκλοφορούσαν
γυμνοί αναζητώντας κάποια πηγή με παγωμένο νερό, ώστε να βουτήξουν ολόκληροι
μέσα με την ελπίδα να σβήσουν το κάψιμο που ένιωθαν. Διψούσαν συνεχώς και δεν
μπορούσαν να κοιμηθούν τη νύχτα λόγω του πυρετού. Κάποιες φορές σημειώνεται ότι
ορισμένοι είχαν προβλήματα στη μνήμη ή αδυναμία αντίληψης.
Αν κάποιος
κατάφερνε να επιβιώσει ακόμα και μετά την ένατη μέρα με πυρετό, τότε η νόσος
τον εξαντλούσε και τον αφυδάτωνε, αφού κατέβαινε στην κοιλιά και προκαλούσε
διάρροια. Ωστόσο, υπήρχαν και ορισμένοι που απέφυγαν το θάνατο, καθώς η
ασθένεια είχε προσβάλει τα άκρα τους προκαλώντας εξανθήματα. Αλλά σε αυτήν την
περίπτωση, τα σημάδια από τα εξανθήματα έμεναν επάνω στα σώματά τους. Ο
Θουκυδίδης τονίζει ότι αυτά τα συμπτώματα και η πορεία της ασθενείας ήταν η πιο
συνηθισμένη, αλλά όχι η μοναδική, αφού πολλά κρούσματα διέφεραν αρκετά μεταξύ
τους. Παράλληλα, οι γιατροί δεν ήξεραν πώς να θεραπεύσουν αυτήν την ασθένεια
και χορηγούσαν στους ασθενείς διάφορα φάρμακα. Το παράδοξο ήταν ότι τα ίδια
φάρμακα κάποιους τους θεράπευαν, ενώ κάποιους άλλους δεν τους βελτίωναν
καθόλου.
Μέχρι πρότινος η
διεθνής επιστημονική κοινότητα έριζε σχετικά με το αν μπορούμε να
ταυτοποιήσουμε την ασθένεια. Κάποιοι ταύτισαν το λοιμό των Αθηνών με τον τύφο,
την ιλαρά ή τον αιμορραγικό πυρετό έμπολα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια ανασκαφών
που πραγματοποιήθηκαν το 1995-96 στην
περιοχή του αρχαίου νεκροταφείου της Αθήνας, στον Κεραμεικό, ανακαλύφθηκαν
πολλά νεκρά σώματα σε στάση που φανέρωνε ότι δεν είχαν ταφεί σύμφωνα με το
αρχαίο εθιμοτυπικό. Η χρονολόγηση των ευρημάτων υποδείκνυε ότι επρόκειτο για
την περίοδο 430-426 π.Χ. Έτσι, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι αυτά τα αρχαιολογικά
ευρήματα σχετίζονταν με το λοιμό των Αθηνών. Λίγα χρόνια αργότερα, για
τη διερεύνηση της υπόθεσης αυτής, ξεκίνησαν έρευνες που συντονίστηκαν από τον
Μ. Παπαγρηγοράκη, καθηγητή της Οδοντιατρικής Σχολής Αθηνών, και οδήγησαν στο
συμπέρασμα ότι ο λοιμός των Αθηνών ήταν ένα είδος τυφοειδούς πυρετού.
Επιστρέφοντας στο
θουκυδίδειο κείμενο, στη συνέχεια, ο ιστορικός καταγράφει την κοινωνική και
ηθική πραγματικότητα που προέκυψαν από την εξάπλωση της νόσου. Καθώς οι γιατροί
έρχονταν σε επαφή με τους ασθενείς ήταν οι πρώτοι που μολύνονταν και έτσι
σταδιακά σταμάτησαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αφήνοντας τους ασθενείς
στην τύχη τους. Την ίδια ώρα, ακόμα και οι συγγενείς των νοσούντων απέφευγαν να
τους επισκέπτονται με αποτέλεσμα πολλοί να πεθαίνουν μόνοι. Οι μοναδικοί που
πλησίαζαν τους αρρώστους, για να τους βοηθήσουν, ήταν όσοι είχαν νοσήσει και
ιαθεί από τη νόσο, καθώς ήταν αρκετά ευαίσθητοι ως προς αυτό το ζήτημα, έχοντας
περάσει τις δυσκολίες της ασθένειας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι όσοι είχαν ήδη
νοσήσει γνώριζαν πως η ασθένεια δεν μπορούσε να τους προσβάλει δεύτερη φορά
και, αν τυχόν τους προσέβαλε, δεν θα τους σκότωνε. Αξίζει να αναφερθεί ότι εδώ
γίνεται λόγος για την επίκτητη ανοσία, που την εποχή εκείνη δεν είχε εμφανιστεί
ακόμα ως όρος ούτε σε ιατρικά κείμενα, κάτι που φανερώνει την οξύνοια και την
ευρύτητα πνεύματος του ιστορικού.
Στη συνέχεια ο
Θουκυδίδης περιγράφει την τραγική εικόνα της Αθήνας, ενώ ο λοιμός εξαπλωνόταν.
Άνθρωποι έρχονταν συνεχώς από την ύπαιθρο χώρα μέσα στα Μακρά Τείχη
προσπαθώντας να αποφύγουν της επιθέσεις των Σπαρτιατών. Ωστόσο, λόγω του
υπερπληθυσμού μέσα στα τείχη, δεν είχαν πού να μείνουν με αποτέλεσμα να
συνωστίζονται σε άθλια παραπήγματα και να νοσούν, ώστε η πόλη της Αθήνας γέμισε
με πτώματα. Η ηθική των ανθρώπων άλλαξε ριζικά. Έχοντας στο μυαλό τους το
εφήμερο της ζωής και γνωρίζοντας ότι δεν είχαν το χρόνο να κάνουν τα πράγματα
όπως πριν, στράφηκαν προς τις εφήμερες απολαύσεις και τις επιδίωκαν με κάθε
τρόπο. Ακόμη, τα θρησκευτικά έθιμα ταφής εγκαταλείφθηκαν, αφού εξέλειπαν τα
υλικά που απαιτούνταν για τη σωστή ταφή και το πλήθος των νεκρών ήταν τεράστιο.
Γενικά οι άνθρωποι εγκατέλειψαν κάθε είδος θείου και ανθρώπινου νόμου, αφού
πλέον ήταν σίγουροι ότι δεν θα ζούσαν για να λογοδοτήσουν σε κανέναν.
Η περιγραφή των
συμπτωμάτων και των συνεπειών του λοιμού φαίνεται να έχει πολλά κοινά με την
πραγματικότητα που διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια μιας πολεμικής σύγκρουσης.
Θάνατοι, απανθρωπισμός των ανθρώπων, επικράτηση του ενστίκτου της
αυτοσυντήρησης, απομάκρυνση από τους υπολοίπους, ηθική έκπτωση, απαξία των
ειωθότων, εγκατάλειψη των νόμων και της θρησκείας. Ο λοιμός έκανε τους
ανθρώπους να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον, να αρνηθούν να προσφέρουν
βοήθεια, να σκέφτονται μόνο την επιβίωσή τους, να δρουν μεμονωμένα χωρίς να
ενδιαφέρονται για την παραβίαση των νόμων, να εξαχρειώνονται, να αναζητούν με
κάθε τρόπο ηδονές, να μην σέβονται τους νεκρούς τους και να μην τους αποδίδουν
τις τιμές που θα έπρεπε. Όλα αυτά τα στοιχεία μπορεί κανείς να τα παρατηρήσει
και στον πόλεμο. Ίσως, λοιπόν, ο Θουκυδίδης να επιλέγει μια τέτοια εκτενή και
περίτεχνη περιγραφή του λοιμού ακριβώς για να καταστήσει σαφή της σχέση του
πολέμου με κάθε νοσηρή και επιβλαβή κατάσταση. Όπως παρατηρεί ο Nick Fisher, κάτι παρόμοιο
προσπάθησε να κάνει και ο Αλμπέρ Καμύ στο έργο του με τίτλο «Η πανούκλα». Εκεί
η επιδημία γίνεται ένα σύμβολο που περιγράφει τις συνθήκες της πολεμικής
σύγκρουσης και της επικράτησης της ναζιστικής Γερμανίας κατά τη διάρκεια του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου.
Συνεπώς, υπάρχει
ένας συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην περιγραφή του λοιμού και την επιθυμία του
Θουκυδίδη να αναδείξει τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης. Ίσως
ο λοιμός να συμβολίζει την καταστροφική κατάσταση στην οποία περιέρχεται ο
άνθρωπος λόγω της ίδιας του της φύσης. Ο λοιμός προσβάλλει την υγεία των
ανθρώπων και τους οδηγεί σε ηθική εξαθλίωση και κοινωνική διάλυση. Κατ’ ανάλογο
τρόπο, ο πόλεμος, ως εκδήλωσης μιας φυσικής τάσης των ανθρώπων για κυριαρχία,
τους αναγκάζει να χάνουν την αξιοπρέπειά
τους και να λειτουργούν με βάση τα κατώτερα ένστικτα.
Φωτεινή Κατσίβα, πτυχιούχος ΦΠΨ ΕΚΠΑ
Επιλεγμένη
βιβλιογραφία
-Θουκυδίδης, Ιστορίαι
-Simon Hornblower, Θουκυδίδου
Ιστορίαι, Μετάφραση: Αντώνης Ρεγκάκος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2006.
-Nick Fisher,
“Pericles and After”, Omnibus, 15,
13-15.
-A.J. Holladay and
J. C. F. Poole, “Thucydides and the Plague of Athens”, The Classical Quarterly, Vol. 29, No 2 (1979), 282-300.