Πολλές φορές στην καθημερινή μας ομιλία χρησιμοποιούμε τη λέξη "μεταφυσικός", ενώ στην πραγματικότητα ίσως να θέλουμε να αναφερθούμε στο περιεχόμενο και την έννοια της λέξης "υπερφυσικός". Ποια είναι η διαφορά των δύο λέξεων; Μπορούμε να τις χρησιμοποιούμε εναλλακτικά;
Προτού προχωρήσετε παρακάτω, σκεφτείτε ποιο περιεχόμενο δίνετε εσείς σε αυτές τις λέξεις, όταν τις χρησιμοποιείτε.
Έχετε σκεφτεί ποτέ την ετυμολογία τους; Προσπαθήστε να ετυμολογήσετε τις λέξεις. Δώστε προσοχή στη διαφορά των προθέσεων.
Μελετώντας τα λήμματα του λεξικού της κοινής νεοελληνικής από την Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τα παραδείγματα χρήσης των λέξεων στα σώματα κειμένων του Εθνικού Θησαυρού Ελληνικής Γλώσσας μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία τους, τη χρήση τους και τη διαφορά μεταξύ τους;
Λήμματα:
μεταφυσική η [metafisikí] Ο29 : κλάδος της φιλοσοφίας που ασχολείται: α. με τις γενικότατες αρχές και τους όρους της ύπαρξης, του είναι: ~ της φύσης / της ψυχής / της κοινωνίας. H ~ του Mπερξόν. β. με τον υπεραισθητό κόσμο.
[λόγ. αντδ. < μσνλατ. (θηλ.) metaphysica ή μέσω του γαλλ. métaphysique (-ica, -ique = -ική, θηλ. του -ικός) < μσνλατ. metaphysica ουδ. πληθ. (στη νέα σημ.) < ελνστ. φρ. μετά (τά) φυσικά για δήλωση των συγγραμμάτων του Aριστοτέλη που ακολουθούν τα Φυσικά, τα αναφερόμενα στο φυσικό κόσμο]
μεταφυσικός -ή -ό [metafisikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη μεταφυσική, που αναφέρεται σε αυτή: Mεταφυσικά προβλήματα. Mεταφυσικές ανησυχίες. Mεταφυσική αγωνία. ~ φόβος. H επιστήμη δεν κατόρθωσε να απαντήσει στο βασικό μεταφυσικό ερώτημα του ανθρώπου σχετικά με την ύπαρξη θεού. ~ υλισμός. 2. που δεν αντιστοιχεί με τα δεδομένα του νου, των αισθήσεων ή γενικά της επιστήμης: Mεταφυσική αντίληψη / γνώση / θεωρία. μεταφυσικά ΕΠIΡΡ.
[λόγ. < μσνλατ. metaphysicus (-icus = -ικός) < meta physica = μεταφυσική]
υπερφυσικός -ή -ό [iperfisikós] Ε1 : που ξεπερνά τα όρια των φυσικών νόμων, που δεν μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τους φυσικούς νόμους. α. που φαίνεται ανεξήγητος, θαυμαστός: Yπερφυσικά φαινόμενα. Yπερφυσικές δυνάμεις. Yπερφυσικά όντα, άγγελοι, δαίμονες, πνεύματα, σε αντίθεση με τα όντα που γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις. β. που είναι πελώριος, πέρα από τα φυσικά μέτρα: Yπερφυσικές διαστάσεις. Άγαλ μα σε υπερφυσικό μέγεθος. (έκφρ.) ~ μπεμπές*.
[λόγ. < ελνστ. ὑπερφυσικός]
Παραδείγματα από τα σώματα κειμένων στον Εθνικό Θησαυρό Ελληνικής Γλώσσας:
Μεταφυσικός:
1. Ο μεταφυσικός διαχωρισμός αντιπαραθέτει τη νύχτα στη μέρα, τη στεριά στη θάλασσα, τη ζωή στο θάνατο κ.λ.π.
2. Κι από ζωγράφους όπως οι προραφαηλίτες, ο μεταφυσικός Boecklin, ο Cezanne ο μαγικός κολορίστας Matisse κι ο επαναστάτης της φόρμας Picasso.
3. Ο μεταφυσικός ιδεαλισμός του Σωκράτη αντιτίθεται στον εμπειρισμό, τον φαινομεναλισμό και τον θετικισμό που διέπει τη σκέψη των σοφιστών.
4. Ουσιαστικά, αίρεται ο μεταφυσικός και ιδεαλιστικός διαχωρισμός "Είναι” και "Δέοντος” σε οντολογικό επίπεδο (που αναγνώριζε αυτονομία στο "Είναι” έναντι του υποκειμένου), διατηρείται όμως ως μεθοδο-Λογική αρχή του φιλοσοφικού και επιστημονικού στοχασμού.
5. Στις Ψυχές ο έρωτας είναι σάρκινος, μεταφυσικός και αθώος.
6. Το κενό της γνώσης θα το καλύπτουν και στο μέλλον οι θρησκείες και ο μεταφυσικός λογισμός.
Υπερφυσικός/η:
1. Ο υπερφυσικός κόσμος των παραμυθιών έδωσε την έμπνευση σε μεγάλους δημιουργούς να γράψουν μερικά από τα πιο αξιόλογα έργα συμφωνικής μουσικής, όπερας και μπαλέτου.
2. Ο χρόνος, ωστόσο, κυλούσε όλο και πιο αργά, λες και κάποια υπερφυσική δύναμη τον μάκραινε και τον έκανε ατέλειωτο.
3. Πολύ περισσότερο, δεν δικαιούται να διαμαρτύρεται όποιος έχει συμβάλει στην επιτάχυνση των φαινομένων αυτών, χωρίς να είναι θεός ή κάποια άλλη υπερφυσική δύναμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου